χιλι(ο)-

χιλι(ο)-
ΝΜΑ
α' συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό (πρβλ. χιλιο-δύναμις, χιλιό-πους) ή ότι κάτι υπάρχει ή γίνεται χίλιες φορές (πρβλ. χιλιο-ειπωμένος), σημασία από την οποία προήλθε και η χρήση τού α' συνθετικού χίλι(ο)- με επιτατική σημασία για να δηλώσει ότι κάτι γίνεται χίλιες, άπειρες φορές, δηλαδή με μεγάλη συχνότητα και σε πολύ μεγάλο βαθμό (πρβλ. χιλι-άκριβος, χιλιοέμορφος, χιλιο-πομπεμένος, χιλιό-σιτος). Τέλος, το α' συνθετικό χιλι(ο)- απαντά στη Νέα Ελληνική σε αρκετούς επιστημονικούς όρους, κυρίως σε ονομασίες μονάδων μετρήσεως, συνήθως ως απόδοση τού ελληνογενούς kilo- (< χίλιοι), πρβλ. χίλιό-γραμμο < αγγλ. kilo-gram, χιλιό-μετρο < γαλλ. kilo-metre, αλλά και σε ορισμένους ανεξάρτητους σχηματισμούς τής Ελληνικής (πρβλ. χιλιο-θερμίδα), και δηλώνει πολλαπλασιασμό επί χίλια τής μονάδας από την οποία προτάσσεται.Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό χιλι(ο)-: χιλιαπλάσιος, χιλίαρχος, χιλιετηρίδα(-ίς), χιλιετής, χιλιόπους, χιλιόφυλλος
αρχ.
χιλιαγωγός, χιλιάγωνος, χιλιάροτρος, χιλιετής, χιλιοδύναμις, χιλιοδύναμος, χιλιόκωμος, χιλιόπαλαι, χιλιόπηχυς, χιλιοτάλαντος, χιλιοφόρος, χιλίωρος
αρχ.-μσν.
χιλίανδρος, χιλιάριθμος, χιλιόναυς
μσν.
χιλιοχράτωρ, χιλιόσιτος
νεοελλ.
χιλιάκριβος, χιλιαντίλαλος, χιλιόγραμμο, χιλιόδιπλος, χιλιοειπωμένος, χιλιοέμορφος, χιλιοθερμίδα, χιλιόλιτρο, χιλιόμετρο, χιλιόμορφος, χιλιοπομπεμένος, χιλιόστρεμμο, χιλιοτρόπως, χιλιόφθαλμος, χιλιοφορεμένος, χιλιόχρονος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χίλι' — χί̱λια , χίλιοι a thousand neut nom/voc/acc pl χί̱λιαι , χίλιοι a thousand fem nom/voc pl χίλια , χίλιος neut nom/voc/acc pl χίλιε , χίλιος masc voc sg χίλιαι , χίλιος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • ημιέτης — ἡμιέτης, ες (Α) αυτός που έχει ηλικία μισού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ετης (< έτος), πρβλ. δι έτης, χιλι έτης] …   Dictionary of Greek

  • μυρίανδρος — μυρίανδρος, ον (Α) 1. αυτός που περιλαμβάνει δέκα χιλιάδες άνδρες ή κατοίκους 2. (για πόλη) αυτός που έχει μεγάλο πλήθος κατοίκων, ο πολυπληθής, ο πολυάνθρωπος («κατεσκεύαζε δὲ τὴν πόλιν τῷ πλήθει μὲν μυρίανδρον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) …   Dictionary of Greek

  • μυριετής — μυριετής, ές (Α) 1. αυτός που διαρκεί πάρα πολλά χρόνια, πολυετής, πολυχρόνιος («βεβασανισμένα χρόνῳ μυριετεῑ τε καὶ ἀπείρῳ», Πλάτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ετής (< ἔτος), πρβλ. χιλι… …   Dictionary of Greek

  • χιλίανδρος — ον, ΜΑ (για πλήθος ή για πόλη) αυτός που αποτελείται από χίλιους άνδρες ή κατοίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. μυρί ανδρος, τρί ανδρος] …   Dictionary of Greek

  • χιλίαρχος — ο, ΝΜΑ, και χειλίαρχος Α στρ. διοικητής χιλίων ανδρών, χιλιαρχίας νεοελλ. (κατά την εποχή τής Επανάστασης και, ιδίως, τού Καποδίστρια) διοικητής μεγάλης στρατιωτικής μονάδας αρχ. 1. (στους Πέρσες και στους Μακεδόνες) τίτλος αξιωματούχου τής… …   Dictionary of Greek

  • χιλίωρος — ον, Α χιλιετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ωρος (< ώρα), πρβλ. δωδεκά ωρος] …   Dictionary of Greek

  • χιλιάγωνος — ον, Α αυτός που έχει χίλιες γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίλι(ο) * + γωνος (< γωνία), πρβλ. ἑξά γωνος. Η μορφή χιλια τού α συνθετικού κατ αναλογίαν προς τα ἑπτα , δέκα κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • χιλιάκριβος — η, ο, Ν μτφ. πάρα πολύ ακριβός, πολύτιμος (α. «και το ξανθό το μέλι / και το χιλιάκριβο πιοτό που διώχνει τις φροντίδες», Παλαμ. β. «για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά», Ν. Καρβούνης). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ακριβός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”